Ενεργειακή αλλαγή: Ναι αλλά για ποιους;
Χάρης Δούκας Αν. Καθηγητής, Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, ΕΜΠ
Ο πλανήτης έχει ξεφύγει προ πολλού από τη ζώνη ασφάλειάς του, όπως αποτυπώνεται από την υπερκατανάλωση πρώτων υλών και φυσικών πόρων, τις πολλαπλές περιβαλλοντικές κρίσεις, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και την πανδημία του Covid-19.
Η εμβληματική Έκθεση "για τον 1,5 βαθμό Κελσίου" της Διακυβερνητικής Επιτροπής για Κλιματική Αλλαγή εξηγεί με σαφήνεια ότι έχουμε περίπου μία δεκαετία να δράσουμε για να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου, σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο. Και ενώ σήμερα είναι ήδη αυξημένη κατά 1,1 βαθμό.
Η τελευταία έκθεση των Ηνωμένων Εθνών τεκμηρίωσε ότι για να συμβεί αυτό, οι εκπομπές μας πρέπει να μειωθούν κατά 70% το 2030 συγκριτικά με το 2019 (πριν δηλαδή από την πανδημία). Με κομβικό τον τομέα της ενέργειας, στον οποίον οφείλεται το 75% των εκπομπών, λόγω της καύσης ορυκτών καυσίμων.
Στην υφήλιο σήμερα η προσπάθεια στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στην παγκόσμια υγειονομική κρίση της πανδημίας. Όμως, η κλιματική αλλαγή δεν κάνει διάλειμμα για καμία πανδημία και, συνεπαγόμενα, δεν υπάρχουν περιθώρια για την λογική της αντιμετώπισης μίας κρίσης τη φορά. Αντίθετα, αυτή είναι η καλύτερη συγκυρία για τη δέσμευσή μας στη δράση για το κλίμα, ταυτόχρονα με την προσπάθεια ανάκαμψης από τον κορωνοϊό. Ώστε το σύνθημα της "καλύτερης ανοικοδόμησης" (Build Back Better) να έχει ουσιαστική υπόσταση.
Οι προσπάθειες, δηλαδή, για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής πρέπει να είναι στο προσκήνιο των πολιτικών ανάκαμψης και των σχετικών προϋπολογισμών, για να ξεφύγουμε από την ενεργειακή παγίδα που έχει εγκλωβίσει τον πλανήτη σε ένα μοτίβο καταστροφικής υπερθέρμανσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεκαετίες τώρα αναλάβει ηγετικό ρόλο στη διεθνή κλιματική πολιτική. Εδώ και ένα χρόνο προωθεί μία φιλόδοξη Πράσινη Συμφωνία (Green Deal) προς την κλιματική ουδετερότητα (μηδενικές εκπομπές αέριων του θερμοκηπίου) μέχρι το 2050. Για να καταστεί αυτή η συμφωνία εφικτή απαιτείται να επιταχυνθεί η συστημική αλλαγή του μοντέλου που έχουμε μέχρι σήμερα στη δράση για το κλίμα.
Το υφιστάμενο μοντέλο αξιολογεί τις δράσεις κυρίως με τεχνολογικούς και οικονομικούς όρους. Όμως, η υλοποίηση εναλλακτικών πολιτικών για τη μετάβαση προς μία οικονομία μηδενικών εκπομπών δεν προσδιορίζεται μόνο από το «τί» μπορεί να γίνει, με όρους εφικτότητας.
Συνδέεται επιπλέον σε μεγάλο βαθμό με την ελκυστικότητα των προτεινόμενων λύσεων, όπως αυτή προσδιορίζεται με όρους του «πότε», του «πού» και κυρίως του «για ποιους».
Η επιδιωκόμενη ενεργειακή αλλαγή έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να γίνει πραγματικότητα εάν εγκαταλειφθούν τα παραδοσιακά μοντέλα χειραγώγησης, που υπαγορεύουν στους πολίτες «τί πρέπει να γίνει». Στη θέση τους θα πρέπει να υιοθετηθούν πολιτικές και δράσεις που ενδυναμώνουν τη σχέση των πολιτών με την κλιματική πολιτική και καθιστούν τους πολίτες και τις τοπικές κοινωνίες συν – διαμορφωτές των ενεργειακών δράσεων και των ενεργειακών επιχειρηματικών κινήσεων.
Η πανδημία έχει άλλωστε αναδείξει τον καταλυτικό ρόλο των ατομικών και κοινωνικών συμπεριφορών και την κρισιμότητα της αποτελεσματικής αλληλεπίδραση της επιστήμης με την κοινωνία.
Χρειάζεται μια κοσμογονία στον ενεργειακό τομέα, που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αν οι πολίτες πειστούν ότι δεν θα υπάρξουν νέοι νικητές και ηττημένοι. Αλλά πως οι αναγκαίες αλλαγές είναι αμοιβαία επωφελείς.
Για παράδειγμα, η προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (όπως είναι η αιολική) θα είναι αποτελεσματική μόνο αν επιχειρηθεί μαζί με τους δήμους και τους πολίτες, με συγκεκριμένα, απτά οφέλη για τους ίδιους, και όχι μόνο για τις εταιρίες. Η απολιγνιτοποίηση θα έχει θετικές επιπτώσεις στην Δυτική Μακεδονία και στην Μεγαλόπολη, μόνον όταν οι εργαζόμενοι στα λιγνιτωρυχεία και οι κάτοικοι των περιοχών ακούσουν ρεαλιστικές και άμεσες εναλλακτικές διαβίωσης και απασχόλησης.
Η χώρα μας έχει μία πρωτόγνωρη ευκαιρία να προχωρήσει προς ένα συμμετοχικό μοντέλο δράσης για την ενέργεια και το κλίμα σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας. Ένα τέτοιο μοντέλο, πέρα από την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, θα της δώσει την ευκαιρία να ανεβάσει το επίπεδο της τεχνολογικής, της περιβαλλοντικής αλλά – κυρίως – της κοινωνικής της καινοτομίας.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής στις 11 Οκτωβρίου 2020.
Comments